Η «επιτυχία» και η «αποτυχία» της συμμετοχής σε έναν αρχιτεκτονικό διαγωνισμό
Με αφορμή την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του αρχιτεκτονικού διαγωνισμού για το «Κτίριο Τεχνών Δ.Δασκαλόπουλος» στον οποίο συμμετείχαμε, μάς δίνεται η ευκαιρία να διατυπώσουμε ορισμένες σκέψεις που αφορούν τη συμμετοχή σε έναν διαγωνισμό ιδεών, και κατ’ επέκταση την αποδοχή ή μη μιας κατατεθειμένης αρχιτεκτονικής πρότασης γενικότερα.
Δυστυχώς για εμάς, η προτεινόμενη λύση που υποβάλαμε δεν διακρίθηκε. Οπότε, η αρνητική κρίση, ως προς την ποιότητα και τον βαθμό προσέγγισης της δουλειάς μας, μπορεί αντικειμενικά (βάσει του τελικού αποτελέσματος της κριτικής επιτροπής) να χαρακτηρίσει την πρότασή μας ως μη άξιας λόγου. Όμως, παρ’ όλο που η απόρριψη ενός αρχιτεκτονικού έργου γεννά εύλογα συναισθήματα απογοήτευσης και δυσαρέσκειας, δεν μπορούμε, εντούτοις, να μην σταθούμε στο -ούτως ή άλλως- θετικό πρόσημο που φέρει η συμμετοχή σε έναν αρχιτεκτονικό διαγωνισμό.
Πρώτ’ απ’ όλα δίνεται στον διαγωνιζόμενο η ευκαιρία να εκπονήσει τη μελέτη ενός κτιριακού τύπου, η οποία, βάσει πιθανοτήτων, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να του ανατεθεί από κάποιον ιδιώτη ή -πόσο μάλλον- δημόσιο φορέα. Να συνθέσει ένα κτίριο ιδιαίτερης λειτουργίας, όπως για παράδειγμα ένα μουσείο, μια βιβλιοθήκη ή ένα κτίριο δημόσιας διοίκησης, και να δοκιμαστεί με τις δύσκολες απαιτήσεις του σχεδιασμού τους.
Έπειτα, παρέχεται η άνεση στον μελετητή να προτείνει μια λύση, που θα χαρακτηρίζεται από την καθαρότητα της φιλοσοφίας του, και θα είναι απαλλαγμένη από εξωτερικές επεμβάσεις, οι οποίες πολλές φορές οδηγούν σε έναν σχεδιαστικό συμβιβασμό.
Τέλος, δίνεται στον αρχιτέκτονα η δυνατότητα να χαρεί την αμιγώς δημιουργική φάση της εκπόνησης μιας μελέτης, χωρίς τα εμπόδια και την ψυχολογική φθορά που (τις περισσότερες φορές) προκαλούν οι πιθανές διαφωνίες με τον εργοδότη, και οι ποικίλες γραφειοκρατικές ενασχολήσεις.
Το αν μια μελέτη τύχει της αποδοχής ή της απόρριψης δεν οφείλεται μόνο στην ποιότητα ή την ανεπάρκειά της. Σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό και με την συγκυρία, η οποία καθορίζεται αφενός από τον αισθητικό προσανατολισμό, το κύρος, και τη γνώση των μελών της κριτικής επιτροπής, και αφετέρου από το επίπεδο και τον αριθμό των συμμετοχών.
Καθώς το αρχιτεκτονικό έργο κρίνεται πρωτίστως αισθητικά βάσει της ιδέας και της μορφής που απορρέει από αυτήν, δεν μπορεί παρά τα αξιολογικά κριτήρια να είναι κυρίως υποκειμενικά. Όμως, μια αρχιτεκτονική κρίση δεν παύει να λαμβάνει υπ’ όψιν της και κριτήρια αντικειμενικά, τα οποία αφορούν τη σαφήνεια της λειτουργικής επίλυσης, την εμπνευσμένη εφαρμογή των κανονισμών, και την ένταξη στον σχεδιασμό της καλής λειτουργίας των υποστηρικτικών Η/Μ εγκαταστάσεων. Η ισορροπία ανάμεσα στην υποκειμενική και αντικειμενική κρίση αποτελεί -κατά την άποψή μας- την πρώτιστη ευθύνη της κριτικής επιτροπής. Η ροπή της κρίσης αυτής είτε προς το υποκειμενικό έιτε προς το αντικειμενικό οδηγεί apriori σε παραπλανητικές (και πιθανώς εσφαλμένες) αποφάσεις.
Αφιερώνουμε την πρότασή μας στη μνήμη του πατέρα μας.
